κλίνονται

κλίνονται
κλί̱νονται , κλίνω
sráyati
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιόκλιτος — η, ο 1. αυτός που κλίνεται με δική του κλίση, αυτός που έχει ιδιαίτερη κλίση σε σχέση με τα άλλα ονόματα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιόκλιτα τα ουσιαστικά που δεν έχουν μια συγκεκριμένη κλίση αλλά έχουν δικό τους σχηματισμό και κλίνονται με… …   Dictionary of Greek

  • πεμπτόκλιτα — τα ονόματα που κλίνονται σύμφωνα με την πέμπτη λατινική κλίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπτος + κλιτός (< κλίνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη] …   Dictionary of Greek

  • σιγμόληκτος — η, ο, Ν 1. αυτός που λήγει σε σίγμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιγμόληκτα γραμμ. ονόματα, ουσιαστικά και επίθετα, τής αρχαίας Ελληνικής που έχουν χαρακτήρα σ και κλίνονται κατά την τρίτη κλίση, όπως είναι: α) τα αρσενικά ακατάληκτα κύρια… …   Dictionary of Greek

  • τριτόκλιτος — η, ο, Ν 1. γραμμ. αυτός που ανήκει στην τρίτη κλίση, που κλίνεται κατά την τρίτη κλίση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τριτόκλιτα γραμμ. τα ουσιαστικά και τα επίθετα τα οποία κλίνονται σύμφωνα με την τρίτη κλίση τής παραδοσιακής γραμματικής.… …   Dictionary of Greek

  • Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • ακλισία — η η ιδιότητα ορισμένων λέξεων να μην κλίνονται: Τα επιρρήματα παρουσιάζουν ακλισία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”